- πρόσφατος
- -η, -ο / πρόσφατος, -ον, ΝΑ1. (για γεγονός, πράξη, κατάσταση) αυτός που συνέβη πριν από λίγο, τελευταία (α. «στις πρόσφατες εκλογές δεν σημειώθηκε κανένα έκτροπο» β. «προσφάτους... εὐεργεσίας», Πολ.)2. καινούργιος, νέος (α. «οι πληγές είναι πρόσφατες» β. «καὶ οὐκ ἔστι πᾱν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον», ΠΔ)αρχ.1. αυτός που σφάχθηκε ή που φονεύθηκε πριν από λίγο2. συνεκδ. νωπός, φρέσκος (α. «αἷμα πρόσφατον», Ιπποκρ.β. «ἰχθύες πρόσφατοι», Αντιφάν.γ. «ὕδωρ πρόσφατον» — νερό που αντλήθηκε πριν από λίγο, Πλούτ.)3. (το ουδ. ως επίρρ.) πρόσφατον(για χρόνο) πριν από λίγο, τελευταία, πρόσφατα.επίρρ...προσφάτως ΝΜΑ, και πρόσφατα Ν(για χρόνο) πριν από λίγο, τελευταία (α. «πέθανε πρόσφατα» β. «πόλιν... προσφάτως... κατεσκευασμένην», Διόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πρός + -φατος (< *φατός < θείνω* «σκοτώνω»), πρβλ. δουρί-φατος, πυρί-φατος. Η αρχική σημ. τής λ. «αυτός που φονεύθηκε ή που σφάχθηκε πριν από λίγο», η οποία αναφερόταν τόσο σε ανθρώπους όσο και σε ζώα, εξελίχθηκε σε τεχνικό όρο τού κυνηγιού και τής αλιείας και αργότερα χρησιμοποιήθηκε με σημ. «νωπός, φρέσκος» και για υγρά, αίμα, καρπούς κ.λπ. και τελικά για γεγονότα με τη σημ. «αυτός που συνέβη πριν από λίγο, τελευταία». Με αυτή τη σημ. η λ. καθιερώθηκε στη Νέα Ελληνική. Δυσερμήνευτη, τέλος, είναι η χρήση τής πρόθεσης πρός* αντί τής πρό* για να δηλώσει χρονική εγγύτητα (πρβλ. και πρόσ-παιος «πρόσφατος», προσ-περνώ* αντί τού ορθού προ-περνώ)].
Dictionary of Greek. 2013.